Το δικαίωμα στην πατρότητα διεκδικούν πλέον και οι άνδρες που πάσχουν από αζωοσπερμία (απουσία σπερματοζωαρίων στο σπέρμα) χάρη στην εξέλιξη της ιατρικής και της τεχνολογίας.
Πολλοί είναι οι άνδρες που προσπαθούν να αποκτήσουν παιδί, και μαθαίνουν τελικά ότι παράγουν σπέρμα χωρίς σπερματοζωάρια. Η συγκεκριμένη διαταραχή ονομάζεται αζωοσπερμία, δεν προκαλεί συγκεκριμένα συμπτώματα, αλλά διαγιγνώσκεται όταν ο άνδρας υποβάλλεται σε σπερματογράφημα για να αξιολογηθεί ο αριθμός και η ποιότητα των σπερματοζωαρίων του.
Το ποσοστό των αζωοσπερμικών ανδρών στον γενικό πληθυσμό είναι 1%, ενώ στα υπογόνιμα ζευγάρια που διερευνούν την γονιμότητα τους οι αζωοσπερμικοί άνδρες φτάνουν το 10%.
Στο παρελθόν, η αζωοσπερμία αντιμετωπιζόταν μόνο με δωρεά σπέρματος, αλλά πλέον οι άνδρες που πάσχουν από τη συγκεκριμένη διαταραχή έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν τον δικό τους βιολογικό απόγονο μέσα από τη διαδικασία της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και, ειδικότερα, με την διαδικασία της μικρογονιμοποίησης.
Που οφείλεται η Αζωοσπερμία;
Η αζωοσπερμία μπορεί να οφείλεται σε κάποιο πρόβλημα που είτε εμποδίζει την παραγωγή υγιών σπερματοζωαρίων στους όρχεις, είτε την απελευθέρωσή τους από το σώμα. Υπάρχουν επίσης και κάποιες περιπτώσεις ανδρών που δεν παράγουν καθόλου σπερματοζωάρια.
Η παραγωγή σπερματοζωαρίων στους όρχεις μπορεί να παρεμποδιστεί από διάφορες αιτίες, όπως:
- Η κρυψορχία.
- Λοιμώξεις της αναπαραγωγικής οδού, όπως η επιδιδυμίτιδα ή η ουρηθρίτιδα.
- Επιπλοκές ορισμένων ιογενών λοιμωδών νοσημάτων.
- Τραυματισμοί στη βουβωνική χώρα.
- Καρκίνος ή οι θεραπείες του, όπως η ακτινοθεραπεία.
- Χρωμοσωμιακά νοσήματα, όπως το σύνδρομο Κλάινεφελτερ (Klinefelter), κατά το οποίο τα παραγόμενα σπερματοζωάρια είναι από ελάχιστα έως ανύπαρκτα.
Η διάγνωση
Για τη διάγνωση της αζωοσπερμίας γίνεται αρχικά ένα σπερμοδιάγραμμα. Αυτό είναι το πιο σημαντικό βήμα που απαιτεί, εκτός από προσεκτική εξέταση, και φυγοκέντρηση, μια και σε αρκετά δείγματα, τα οποία αρχικά είναι αρνητικά για την παρουσία σπερματοζωαρίων, τελικά εντοπίζονται σπερματοζωάρια μετά από φυγοκέντρηση του δείγματος. Αν μετά την εξέταση δεν βρεθούν σπερματοζωάρια τότε το δείγμα μπορεί να χαρακτηριστεί ως αζωοσπερμικό. Σε αυτές τις περιπτώσεις συστήνεται επαναληπτικό σπερμοδιάγραμμα προκειμένου να επιβεβαιωθεί η πρώτη παρατήρηση.
Συνολικά, αν σε 2-3 σπερμοδιαγράμματα (με χρονική απόσταση μεταξύ τους) δεν υπάρξουν σπερματοζωάρια, ο ασθενής πρέπει να συζητήσει με τον γιατρό του για πιθανότητα θεραπείας ή βιοψίας όρχεως. Στις περισσότερες περιπτώσεις αζωοσπερμίας, η βιοψία όρχεως παραμένει η μοναδική εξέταση που θα δείξει εάν υπάρχουν σπερματοζωάρια ή όχι στους όρχεις.
Οι θεραπείες
Βιοψία Όρχεως (Μέθοδος TESE)
Από την στιγμή που θα διαπιστωθεί και θα επιβεβαιωθεί η αζωοσπερμία, ακολουθεί προσεκτική διερεύνηση, προκειμένου να διαπιστωθούν τα πιθανά αίτιά της. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων συστήνεται βιοψία όρχεως.
Για όλες τις περιπτώσεις αζωοσπερμίας (με εξαίρεση τις περιπτώσεις υπογοναδοτροφικού υπογοναδισμού) η βιοψία όρχεως παραμένει η παλαιότερη και η πιο ενδεδειγμένη μέθοδος, έτσι ώστε να διαπιστωθεί εάν υπάρχουν σπερματοζωάρια ή όχι στους όρχεις.
Αν το ορχικό δείγμα που θα ληφθεί περιέχει έστω και ανώριμες μορφές σπερματοζωαρίων, αυτές μπορεί σε αρκετές περιπτώσεις να απομονωθούν, να καλλιεργηθούν με ειδικές τεχνικές για να ωριμάσουν και να χρησιμοποιηθούν στη συνέχεια για να γίνει εξωσωματική με μικρογονιμοποίηση.
Μικρογονιμοποίηση ICSI και Αζωοσπερμία
Η μικρογονιμοποίηση ICSI (Intra-Cytoplasmic Sperm Injection), είναι μια μέθοδος εξωσωματικής γονιμοποίησης κατά την οποία εισάγεται ένα μόνο σπερματοζωάριο απευθείας στο ωάριο προκειμένου να γονιμοποιηθεί.
Η μικρογονιμοποίηση ICSI ή ενδοκυτταροπλασμική έγχυση σπέρματος εφαρμόζεται με επιτυχία σε όλο τον κόσμο από τις αρχές του 1990 και αποτελεί μία πραγματικά αποτελεσματική θεραπεία επίτευξης εγκυμοσύνης.
Πως πραγματοποιείται η τεχνική ICSI;
Μετά τη σπερμοληψία, ανάλογα με τον αριθμό και την κινητικότητα των σπερματοζωαρίων, εφαρμόζεται η επεξεργασία για την ενεργοποίησή τους, με μικρές τροποποιήσεις. Εάν το δείγμα του σπέρματος δεν επαρκέσει, ο σύντροφος καλείται να δώσει και ένα δεύτερο, συμπληρωματικό δείγμα, λίγες ημέρες αργότερα. Εάν το σπέρμα περιέχει έστω και λίγες δεκάδες κινητών σπερματοζωαρίων, η μικρογονιμοποίηση είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί κανονικά.
Παρόμοια με αυτή της συμβατικής εξωσωματικής γονιμοποίησης, η διαδικασία της μικρογονιμοποίησης ICSI προυποθέτει να έχει προηγηθεί διέγερση ωοθηκών με φάρμακα γονιμότητας, έτσι ώστε να παραχθούν πολλά ώριμα ωάρια. Τα ωάρια αφού αναρροφηθούν στη συνέχεια υποβάλλονται σε μια ειδική «κατεργασία» με ένα ένζυμο (υαλουρονιδάση), ώστε να αφαιρεθούν τα κοκκιώδη κύτταρα που τα περιβάλλουν. Αυτό είναι απαραίτητο, διαφορετικά δεν θα μπορέσουν να εισχωρήσουν τα σπερματοζωάρια, καθώς στην ICSI τα σπερματοζωάρια εισάγονται με ένεση και όχι από μόνα τους όπως συμβαίνει στη συμβατική εξωσωματική γονιμοποίηση. Η«κατεργασία» αυτή διαρκεί 1-2 λεπτά και όταν πλέον τα ωάρια απαλλαχθούν από τα κοκκιώδη κύτταρα, είναι δυνατόν να εκτιμηθεί ποια είναι ώριμα και κατάλληλα για ICSI και ποια όχι.
Το τελικό βήμα της διαδικασίας ICSI είναι να ακινητοποιηθεί ένα-ένα ωάριο με τη βοήθεια μιας λεπτής γυάλινης πιπέτας και με μια άλλη πιο λεπτή γυάλινη πιπέτα (η οποία θυμίζει βελόνα ένεσης) να απομονωθεί καθένα σπερματοζωάριο για να εισαχθεί στη συνέχεια στο κυτταρόπλασμα κάθε ωαρίου. Η κάθε «εισαγωγή» διαρκεί λίγα δευτερόλεπτα, αλλά η όλη διαδικασία μπορεί να διαρκέσει πολλές ώρες, ειδικά εάν τα σπερματοζωάρια είναι ελάχιστα και η ανεύρεσή τους δυσχερής.
Αφού ολοκληρωθεί η διαδικασία της «εισαγωγής», τα ωάρια τοποθετούνται και πάλι σε ειδικά καλλιεργητικά υλικά μέχρι να ολοκηρωθεί η γονιμοποίησή τους και να παραχθούν έμβρυα. Η μέθοδος ολοκληρώνεται, ακολουθώντας τη γνωστή διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης: μετά τη δημιουργία βλαστοκύστεων, γίνεται η επιλογή των εμβρύων και τέλος η εμβρυομεταφορά.
Ποσοστά επιτυχίας
Η επιτυχία της τεχνικής ICSI εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως:
- η βιωσιμότητα του σπερματοζωαρίου
- η ποιότητα των ωαρίων
- η αποτελεσματική ενεργοποίηση των ωαρίων
- η ικανότητα του ωαρίου να αντέξει την ενδοκυτταροπλασματική διαδικασία
Το ποσοστό επιτυχημένης εγκυμοσύνης ανά προσπάθεια με την τεχνική ICSI ανέρχεται στο 65-75%. Οι πιθανοί παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν τα ποσοστά επιτυχίας στην πορεία της εγκυμοσύνης και κατά συνέπεια ολοκλήρωσής της γέννησης με μικρογονιμοποίηση ICSI, είναι παρόμοια με αυτά της συμβατικής εξωσωματικής γονιμοποίησης.
«Σήμερα η ιατρική, χάρη στην ραγδαία εξέλιξη των τελευταίων χρόνων, δίνει λύση και στις πλέον ειδικές περιπτώσεις, αρκεί να εντοπιστεί το αίτιο που προκαλεί το πρόβλημα στο σπέρμα» αναφέρει ο διαπρεπής χειρουργός ουρολόγος- ανδρολόγος κ Βασίλης Πρωτογέρου Επικ. Καθηγητής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.